- φόκο
- το огонь;
βάζω φόκο — поджигать (что-л.);
παίρνω φόκο — а) загораться, воспламеняться; — б) приходить в ярость, загораться гневом
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βάζω φόκο — поджигать (что-л.);
παίρνω φόκο — а) загораться, воспламеняться; — б) приходить в ярость, загораться гневом
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φόκο — το, Ν 1. φωτιά 2. (κυρίως φρ.) α) «έβαλε φόκο» πυρπόλησε β) «πήρε φόκο» i) άναψε, πήρε φωτιά ii) μτφ. οργίστηκε πολύ, εξεμάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fuoco «φωτιά» < λατ. focus «εστία, φωτιά»] … Dictionary of Greek
παίρνω — (Μ παίρνω) 1. μτφ. λαμβάνω μαζί μου (α. «τόν πήρα και πήγαμε βόλτα» β. «καὶ παίρνοντας τοὺς νέους του ἦλθεν εἰς Ρωμανίαν», Διγεν. Ακρ.) 2. συνεπαίρνω (α. «η ομορφιά της τού πήρε το μυαλό» β. «ἐπήρε καὶ τὸν λογισμόν καὶ αὐτὴν τὴν αἴσθησίν της»,… … Dictionary of Greek